- ιοειδής
- (I)-ές (Α ἰοειδής, -ές)αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδήοικογένεια δικοτυλήδονων φυτώναρχ.1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰοειδές ή ἰώδεςτο χρώμα τού ίου, το μενεξεδί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο-ειδής, κολλο-ειδής].————————(II)ἰοειδής, -ές (Α)αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός («ἰοειδὲς κέντρον», Νίκ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.